- Φωκίδες
- ΦωκίςPhocianfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωκίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια θαλάσσιων αμφίβιων πτερυγιόποδων θηλαστικών, στην οποία ανήκουν οι φώκιες και η οποία περιλαμβάνει 18 είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phocidae] … Dictionary of Greek
φωκίδες — φωκίς Phocian fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώκια — Πτερυγιόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η κοινή φ. (phoca vitulina) έχει ωοειδές κεφάλι, ζωηρά μάτια, επάνω χείλος μεγάλο και αρκετά ευκίνητο, εφοδιασμένο με μακριά λευκά μουστάκια. Δεν έχει ωτιαία πτερύγια… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
ομματοφώκη — η ζωολ. γένος πτερυγιόποδων θηλαστικών τής οικογένειας φωκίδες, σπάνια φώκια τής Ανταρκτικής … Dictionary of Greek
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek
φώκια — η 1. (ζωολ.), γένος σαρκοφάγων αμφίβιων θηλαστικών πτερυγιόποδων της οικογένειας Φωκίδες με ογκώδες μακρουλό σώμα (μήκους 1,50 2 μ.), που καλύπτεται από κοντές στιλπνές τρίχες, με κεφάλι μακρουλό και πολύ ευκίνητο, με αυτιά χωρίς πτερύγια, κοντό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)